δασονομία

δασονομία
η
η υπηρεσία φύλαξης των δασών: Η δασονομία διενεργεί ανακρίσεις για την πυρκαγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασονομία — η η εποπτεία και διαφύλαξη τών δασών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • δασονομικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασονομία ή στον δασονόμο («δασονομικός σταθμός») 2. το αρσ. ως ουσ. δασονομικός ο υπάλληλος τού δασονομείου, ο δασονόμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασονομικά το σύνολο τών γνώσεων που αναφέρονται στα δάση… …   Dictionary of Greek

  • Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε …   Dictionary of Greek

  • δασονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασονομία: Τα πλαίσια εκμετάλλευσης των δασών καθορίζονται από τη δασονομική πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”